φυλλοβόλα

φυλλοβόλα
Φυτά εφοδιασμένα με όργανα που έχουν μικρή διάρκεια ζωής, σε σύγκριση με τον βιολογικό κύκλο του ίδιου του φυτού. Για παράδειγμα ο κάλυκας της κοινής παπαρούνας των αγρών, πέφτει μόλις τα πέταλα αρχίζουν να ανοίγουν. Αλλά πολύ σημαντικότερο και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα φύλλα, των οποίων η διάρκεια ζωής στους βλαστούς καθορίζει τη διάκριση των δεντρωδών ή θαμνωδών φυτών σε φ. (π.χ. λεύκη, πλάτανος, ιπποκαστανέα, πολλές βελανιδιές) και αειθαλή (π.χ. αριά, δαφνοκέρασος, δάφνη). Από τα κωνοφόρα, ο λάριξ ο ευρωπαίος χάνει τα φύλλα του κατά το φθινόπωρο - χειμώνα, ενώ γενικά τα άλλα είδη είναι αειθαλή (π.χ. πεύκο, πικέα). Στα φ. φυτά τα φύλλα πέφτουν γενικά προτού αναπτυχθούν τα νέα από τους ξυλοφόρους οφθαλμούς. Σε μερικές περιπτώσεις διατηρούνται στους βλαστούς ξηρά και πέρα από τα εποχιακά όρια. Τα περισσότερα φύλλα που πέφτουν έχουν κίτρινο χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυλλοβόλα — φυλλοβόλος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοβόλος — α, ο / φυλλοβόλος, ον, ΝΜΑ (για πολυετή φυτά) αυτός τού οποίου τα φύλλα πέφτουν κατά το φθινόπωρο, αυτός τού οποίου τα φύλλα έχουν διάρκεια ζωής μιας μόνον βλαστητικής περιόδου και αποπίπτουν προς το τέλος της (α. «δένδρα αειθαλή και φυλλοβόλα» β …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”